αλληλασφαλιστικός

αλληλασφαλιστικός
-ή, -ό
[αλληλασφάλεια]
ο σχετικός με την αλληλασφάλιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλληλασφαλιστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αλληλασφάλεια: Υπάρχουν ορισμένοι αλληλασφαλιστικοί οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλληλασφάλιση — και αμοιβαία ασφάλιση, η η ασφάλιση που καλύπτεται όχι από τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά από τους ίδιους τους ασφαλιζόμενους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ασφάλιση. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλασφαλιστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”